31.8.06

Hey, teacher, leave the kids alone!






Σ’ αυτη τη δουλειά που κάνω, τη δημοσιογραφία δηλαδή… ρε πούστη μου, έχουμε φτάσει στο σημείο να λες “δημοσιογράφους” και να αντικρύζεις μόνο ξυνισμένα μούτρα… τέλος πάντων…. Σ’ αυτη τη δουλειά λοιπόν, γνωρίζεις μερικούς τύπους, που δεν είναι με τα φώτα πάνω τους, αλλά έχεις να μάθεις πολλά απ’ αυτούς.
Ενας απ’ αυτούς είναι ο Ιάσων Μοσχοβίτης.
Είμαι πολύ τυχερός που τον πέτυχα, είμαι ακόμα πιο τυχερός που με συμπάθησε και εξαιρετικά κωλόφαρδος, που με άφηνε να κάθομαι μαζί του στο γραφείο του…
Ολα αυτά στον ΑΝΤ1.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Τότε ήταν όλα πολύ ενθουσιώδη, πολύ χρωματιστά, πολύ φρου-φρου κι αρώματα και πολύ δουλειά με συγκεριμένο λόγο όμως: Να μάθουμε.
Σήμερα δουλεύουν για να μην τους απολύσουν.
Εντελώς διαφορετικό πράγμα.
Εκείνη λοιπόν την εποχή μου έβγαινε η πίστη μαθαίνοντας τηλεοπτική παραγωγή ειδήσεων. Δεν με ενδιάφεραν ποτέ οι ειδήσεις, αλλά για να μάθεις τηλεόραση αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος. Μέχρι που εμφανίστηκε σαν απο μηχανής Θεός (insert δηλαδή) η φίλη μου -από την εποχή του “Πάνθεον”- Φωτεινή Πιπιλή.
Πήγα στο γραφείο της στάθηκα μπροστά της και της είπα:
-Καλώς ήρθες Φωτεινο-πιπίλω μου, από σήμερα αναλαμβάνω αρχισυντάκτης σου.
-Ωραία! Ποιός το λέει;
-Εγώ!
-Ακόμα πιο ωραία. Πώς κι έτσι;
-Βαρέθηκα την παραγωγή…
-Υπέροχα. Ξεκινάμε αύριο…
Πήγαμε στον κύριο Μοσχοβίτη, του το’παμε μας είπε και εκείνος “Προσέξτε ρε μαλακισμένα, μη κάνετε καμμιά αηδία….”… και φύγαμε ευχαριστημένοι. Εγώ δηλαδή….
Από τότε λοιπόν με φώναζε στο γραφείο του και με κέρναγε καφέ. Για να σας εξηγήσω, ο κ. Μοσχοβίτης είναι ο γκουρού πολλών αστεριών της τηλεόρασης… αν δεν ήταν αυτός… ζήτημα είναι αν το 80% αυτων που σήμερα βλέπουμε και λέμε “πωπωπωπω τί σπουδαίος που είναι…” , θα είχαν άλλη σχέση με την τηλεόραση πέραν της καναπεδικής. Εχει διευθύνει μεγάλες ελληνικές εφημερίδες (Ακρόπολη, Απογευματινή, Βραδυνή)… την ΕΡΤ…. Α, και πριν απο 40 χρόνια , μαζί με έναν άλλον απόλυτο κύριο της ελληνικής δημοσιογραφίας, τον μακαρίτη Χρήστο Παπαγεωργίου, περιέγραψαν το πρώτο βήμα του Νιλ Αμστρονγκ, στη σελήνη….
Σκέψου τί εξαιρετικές βλακείες θα έλεγαν οι σημερινοί, που δεν μπορούν να περιγράψουν ούτε παρέλαση πεζοπόρων τμημάτων…

Τί άλλο να ήθελα για να είναι ίνδαλμα μου;
Καθόμουν λοιπόν απέναντι του και μιλούσαμε για εντελώς άσχετα θέματα. Τρομερό χιούμορ, βαθειά καλλιέργεια και κάτι άλο που λατρεύω στους ανθρώπους.
Απευθυνόταν σε όλους με έναν σχεδόν (το αδικώ πολύ) αγοραίο τρόπο… π.χ. “έλα δω μωρέ πουτανίτσα, να σου πω…” Δεν θυμάμαι ούτε μια κοπέλα ή έναν νεαρό να παρεξηγήθηκε για τον τρόπο που του μιλούσε. Αντιθέτως όλες κι όλοι τιτίβιζαν γύρω του… όσοι είναι έξυπνοι δεν σταματούν στο τιτίβισμα και την πλάκα, αλλά ακούνε και αυτό που έχει να τους πει….
Στο γραφείο του λοιπόν έμπαιναν όλοι… από τους κλητήρες μέχρι τους διευθυντές… όλοι είχαν κάτι να ρωτήσουν… οι απαντήσεις, που πέπαριναν, ήταν το μάθημα για μένα.
Πριν απο μερικά χρόνια έγραφα τηλεκριτική σε μια εφημερίδα (δεν θυμάμαι σε ποιά. Νομίζω στο “Εθνος”)… Ενα πρωί, κτυπάει το τηλέφωνο. Οποιος με παίρνει τηλέφωνο το πρωί είναι είτε εχθρός μου, είτε απελπισμένος.
Το σηκώνω (στην περίπτωση του απελιπισμένου)
-Ιάσων! μου λέει μια φωνή.
Μέσα στον ύπνο μου παίζουν δυο περιπτώσεις: Είναι είτε ο Ιάσων με το Χρυσόμαλλο, είτε ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, που είδε στον ύπνο του την Αλίκη Βουγιουκλάκη….
Αλλά αμέσως μετά….
-Κύριε Μοσχοβίτη!
-Λοιπόν ξεκινάω κάθε μέρα τις εφημερίδες διαβάζοντας εσένα. Μ’αρέσουν πολύ αυτά που γράφεις. Να έρθεις για καφέ… Γειά σου τώρα.
Εμεινα μαλάκας.
Η Σάρα του Λότ ήταν υπερκινητική μπροστά μου.
Εκανα το τηλέφωνο τουτ-τουτ στο χέρι μου κι εγώ ήμουν-καλά το λέω- σαν μαλάκας όρθιος με το σώβρακο στη μέση της κρεβατοκάμαρας. Εμεινα εκεί για ένα μισάωρο και μετά άρχισα τις βόλτες γύρω από το γραφείο μου για επίσης κανένα μισάωρο.
Ο Ιάσων Μοσχοβίτης μου’χε τηλεφωνήσει να μου πει καλά πράγματα για τη δουλειά μου.
Δηλαδή ποιός άλλος να μ’έπαιρνε;
Ο Γεώργιος Βλάχος;
(Μην κάνετε ανόητους συνειρμούς…δεν εννοώ τον γνωστό Γιώργο Βλάχο… τον άλλονε εννοώ… τον μπαμπά της κ.Ελένης.)
Ηταν μεγάλη τιμή για μένα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Κοντά στον κ. Μοσχοβίτη έμαθα ότι το από ποια οπτική γωνία κοιτάς την τηλεόραση και μαζί σου και η κάμερα, είναι ο δρόμος για το καινούργιο. Εχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια από τότε και είμαστε ακόμα στην flat άποψη.
Δεν με εντυπωσιάζουν στους ανθρώπους (μόνο) οι γνώσεις και η εμπειρία. Με ενδιαφέρει πάντα και το όλο γύρω-γύρω απ’ αυτά. Για παράδειγμα: ο ρυθμός, η αισθητική, το timing, η αύρα, οι επίκτητοι και οι φυσικοί τρόπο… βέβαια το παρελθόν που δεν κρύβεται.
Μέχρι να πάθω το έμφραγμα και τους γράψω όλους κανονικότατα και δια παντός…του τηλεφωνούσα και πήγαινα να τον δω στο γραφείο του, κάθε φορά που έπρεπε να πάρω μια σημαντική επαγγελματική απόφαση.


Το τί είναι δάσκαλος, μόνο ο μαθητής το ξέρει.
Για παράδειγμα: θεωρώ μεγάλη δασκάλα την πρώτη μου γυναίκα, την Μαργαρίτα, που όταν είμαστε πιτσιρικάδες κάθισε με υπομονή και μου έδειξε, τί είναι το γυναικείο σώμα και πώς λειτουργεί.
Της οφείλω πολλά γι’ αυτό.
Θεωρώ δάσκαλο τον μεγάλο μου, αδελφό, που από τότε που τέλειωσα το σχολείο και για μια 5ετία με κουβαλούσε μαζί του στα ταξίδια σε όλον τον κόσμο. Μου έδειξε τί είναι, να είναι κανείς πολίτης του κόσμου. Αργότερα βρήκα πολλές λύσεις έξω από τα σύνορα αυτης της χώρας.
Από τη Μαλβίνα έμαθα ότι η ζωή πολλοί-πολλοί ρόλοι.
Ρόλοι που πρέπει να παίζεις σαν πρωταγωνιστής, που ξέρει κάθε ατάκα…
Φυσικά είναι δάσκαλος μου ο Αλέκος Σακελάριος, που στις 20 φορές που τον είδα, επειδή είχε βρει κοινό (εμένα δηλαδή) μου έδειξε πώς πλέκεται μια ιστορία.
Ποιός να μου δείξει δηλαδή;
Ο Μάρκος Σεφερλής;

Πως μου’ρθαν όλα αυτά;
Αναμεσα, λοιπόν, σ’ αυτούς που γνωρίζεις σ’ αυτο το επάγγελμα, υπάρχουν και μερικοί που είναι από άλλονε πλανήτη.
Οταν ήμουν στις “24 Ωρες” έγραφα μια καθημερινή στήλη, με τίτλο “Μ’αρέσει-Δεν μ’αρέσει!”. Απλή ιδέα: Κάτι μαρέσει, κάτι δεν μάρέσει… μου έκανε εντύπωση που χρειάσθηκαν 20 χρόνια για να την ξανασκεφτούν.
Στην εφημερίδα λοιπόν ήταν αρχισυντάκτης ενός section, κάποιος τύπος με τον οποίον είχαμε κοινή φίλη, την αγαπημένη μου κολλητή, Δέσποινα.
Σήμερα δουλευει στο “ΒΗΜΑ”.
Ο Νίκος Τσιπλάκος.
Ετσι είχαμε μια καλημέρα παραπάνω. Ωραία καλημέρα όμως… γιατί ο Νίκος είναι απο εκείνους τους ανθρώπους, που νιώθεις αναπαυτικά δίπλα του… Δωσε μου εμένα ξάπλα και ανάπαυση και πάρε μου την ψυχή.
Ο Τσιπλάκος εργάζεται στην ύλη της εφημερίδας.
Κατασκευάζει δηλαδή την εφημερίδα. Την προσέχει. Την φροντίζει και το πιο βασικό κάνει δημοσιογραφία, τις παπαριές που του στέλνουν οι … υπογραφές. Και αν πάθουν μαλάκυνση ταυτοχρόνως όλοι οι ρεπόρτερ της εφημερίδας, ο Νίκος θα την γράψει μόνος του.
Μια μέρα λοιπόν, εκεί που καθόμουνα στο γραφείο του και λεγαμε κάτι μεταξύ νέας τεχνολογίας και της γκομενάρας απέναντι, μου λέει χωρίς να αλλάξει τόνο…
-Βλακείες έγραψες χθές.
Δεν μου αρέσει να μου κάνουν κριτική στη δουλειά μου, και όποιος σ’ αυτο το επάγγελμα (κι όχι μόνο) σας πει ότι του αρέσει, έχει πάθει εγκεφαλικό και το κρύβει.
Αυτός ο άνθρωπος όμως είχε μια ειδική σχέση με τα κείμενα. Δυο λεπτά δίπλα του να καθόσουν το καταλάβαινες. Δεν ήταν απλώς γι’ αυτονανε μερικές εκατοντάδες ή δεκάδες λέξεις… ήταν αυτό που θα διάβαζε αυριο ο κόσμος.
Ηταν σαν την μαγείρισα, που δοκιμάζει και ξέρει τί είναι αυτο που λείπει από το φαγητό ή τί είναι αυτο που έχει πολύ…
Ηταν η σχέση του με τον γραπτό λόγο.
Αργότερα βρέθηκα σπίτι του 1-2 φορές που μας μαγείρεψε. Δεν εντυπωσιάστηκα τόσο από την μαγειρική του (η μάνα μου λέει: πώς το φαγητό θέλει αγάπη κι όχι ταχύτητα!), ούτε από την βιβλιοθήκη του που ήταν σχεδόν παντού, αλλά από τον τρόπο που ακούμπαγε τα βιβλία. Σαν να διάβαζε με την αφή… ή καλύτερα: με όλο το σώμα… σαν τα νοήματα και οι ιστορίες να μπαίνανε από τις παλάμες του… και μετά το σπουδαίο ήταν, που σου έλεγε για το βιβλίο… σαν το μαέστρο, που ξεχωρίζει από την πρώτη νότα το ταλέντο.
Μου άρεσε που για να σου μιλήσει για ένα βιβλίο, το’βγαζε από τη θέση τους και έχοντας το στα χέρια μίλαγε γι’ αυτο…
Είναι λοιπόν ένα άτυπο στοίχημα με τον εαυτό σου, να δώσεις κείμενο προς δημοσίευση στον Τσιπλάκο… Δεν είναι δύσκολο να περάσει… είναι δύσκολο να του αρέσει….
Ετσι όταν μου είπε: “Βλακείες έγραψες χθές…” εξ ενστίκτου (και παρατηρητικότητας) τον άκουσα προσεκτικά.
Κι αυτός σαν τον Ιάσονα Μοσχοβίτη, δεν μου είπε πολλά, που θα σήκωναν τις άμυνες μου… μου είπε λίγα, φιλικά, με συναδελφική διάθεση και υποθέτω επειδή με συμπαθησε.
Δεν το ξέρει, γιατί δεν του το’χω πει…. οπως δεν το’χω πει και σε έναν άλλον φίλο-δάσκαλο, τον Μίμη Κουμπιά, που μου’δωσε την ευκαιρία 20 χρόνια πριν, να γράψω (όχι οικονομικό) χρονογράφημα σε οικονομική εφημερίδα (το ΚΕΡΔΟΣ)…. ότι πήρα πολύ θάρρος και από τους δυό τους.
Θάρρος που χρειάστηκα αργότερα.
Πολλές φορές μάλιστα, όταν πολέμησα για να μην αλλάξω άποψη για τη δουλειά. Πατούσα κάπου, άρα μπορούσα…

Πριν απο μερικές μέρες, είμαι θυμωμένος, στενεχωρημένος, πιεσμένος, εχω ξυπνήσει ανάποδα, όλα μου φταίνε. KAI EXΩ ΚΑΙ ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΟΟΟΟΟ!
Ντιιιιιπ…ντιιιιιιιπ ένα SMS.
Aπό τον Νίκο Τσιπλάκο.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΥ
Αναφέρεται σε κάποιο post μου.

Καλέ, πού πήγε ο πονοκέφαλος;

29.8.06

Ο ασταματητος Αλι!


Μια ζωή μάζευα ρολόγια.
Επειδή ο χρόνος+εγώ δεν είμαστε κολλητοί, σκέφτηκα -από τότε που ήμουν πιτσιρικάς -να τον προσεγγίσω (τον χρόνο) μαζεύοντας ρολό
για.
Δεν πήγε όμως καλά το πράγμα.

Πάντα κάτι γινότανε
και η συλλογή μου... εξαφανιζόταν.
H πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε πριν από 12-13 χρόνια. Είχα αρχίσει από χρόνια να αγοράζω Swatch, από τότε που τα πουλούσανε ακόμα στα σούπερ μάρκετ.
Θα’χα καμμιά 60αριά, όταν έμπλεξα με μια γυναίκα, που γουστάριζε και αυτή ρολόγια... Να μην σας τα πολυλογώ κάποτε βρεθήκαμε με περισσότερα από.... 900!
Τα είχαμε τοποθετήσει μέσα σε συρτάρια και σκεφτόμαστε να τα βάλουμε σε βιτρίνες. Τελικά ο Θεός μας φύλαξε και χωρίσαμε πριν την βιτρίνα. Οταν όμως φτάσαμε στην μοιρασιά των πραγμάτων, υψώθηκε το μεγάλο πρόβλημα της συλλογής.
-450 εσύ και 450 εγώ, μου πρότεινε.
Οποιος έχει μαζέψει έστω και χαρτοπετσέτες ξέρει πολύ καλά, ότι μισή συλλογή, δεν λέει τίποτα. Μου’χε πει και η μαμά μου «παιδί μου, να είσαι ανώτερός ε
σύ!» κι επειδή εγώ ακούω πάντα τη μαμά μου, το 'παιξα large και αποποιηθηκα της μισής συλλογής ... δηλαδή την παράτησα ολάκερη..
Κράτησα μόνο καμμιά 40αριά (διπλά) τα οποία και χαρίζω σε όποιον κι όποιαν συμπαθήσω. Το τελευταίο το’δωσα πριν από καμμιά εβδομάδα σε μια φίλη μου, που εκείνο το βράδυ είχε ξεχάσει να φορέσει ρολόι και είχε άγχος.

Κάτι σαν τον Ιμπν Σαούντ (ίσως τον θυμούνται μερικοί) που χάριζε (χρυσά ROLEX) ρολόγια στα Αστέρια της Γλυφάδας κάθε φορά που έρχοταν (καθε τρις και λίγο δηλαδή) με το χαρέμι του (το πώς τους ζηλεύω αυτούς τους χαρεμιτζήδες, δεν λέγεται!)
Πριν απο καμμιά 5ετία, την είδα με τα ρολόγια τοίχου.

Πολύ μοντέρνα, πολύ
hi tech, κλάσσικά, φηφιακά, με μεγθυντικό φακό, προβαλόμενα στον τοιχο, ακτινωτά, κουζίνας,με ηλεκτρονικό εκρεμές, ρολόγια-τζαμιά με μουεζίνι αντί για alarm.... και έναν κούκο, που είχα αγοράσει για πάρτη του εξτρα σακ φουαγιάζ για να τον φέρω από την Βαυαρία.

Και ξαφνικά ο χρόνος σταμάτησε.

Μόλις αλλαξε η ζωή μου, σταμάτησαν τα ρολόγια.
Το ένα μετά το άλλο.
Σπάσανε μερικά, σταμάτησαν άλλα τόσα, το ρολόι-
projector χάλασε και εγώ ο ίδιος κατέστρεψα τον αγαπημένο μου κούκο, τραβώντας με δύναμη τις αλυσίδες του με τα βεριά κουκουνάρια.
Το μόνο που δουλεύει, είναι ένα που μου’φερε πέρισυ η Λίλυ από την Τεχεράνη (όπου είχε πάει για … ορειβασία στα όρη και τα βουνά του Ιράν ) και είναι ένα ρολόϊ τοίχου που απεικονίζει τον Αλή. (τον θρησκευτικο-ταδε μωρέ!)
Πολύ με έχει πειράξει που δεν δούλευαν τα ρολόγια μου.

Για μια ακόμη φορά η συλλογή μου χανόταν.
Ο χρόνος μου βγαζε την γλώσσα.
Μπορεί να του την βγάζω κι εγώ... δεν ξέρω.

Σήμερα λοιπόν έβγαλα από το αριστερό μου καρπο το αγαπημένο μου ρολόι, για κάποιον αδιάφορο λόγο. Ενα μαύρο Swatch , με βυθόμετρα, χρονόμετρα και αλλες τέτοιες άχρηστες παπαριές (ίσως να είναι χρήσιμο για την Λίλυ την επόμενη φορά που θα πάει για περίπατο στο Θιβέτ –πάντα ήθελα ένα ρολόϊ με τον φίλο μου τον Δαλάϊ, που είναι cool τύπος, και έχω την αίσθηση ότι δουλεύει κανονικά την υφήλιο.)
Αυτό το ρολόϊ μου το’χε χαρίσει πριν απο χρόνια ένα πολύ αγαπημένο μο
υ πρόσωπο. Αρνιόμουν να το βγάλω από το χέρι μου. Πέρασαν τόσα ρολόγια, αλλά κανένα δεν άντεξε πάνω απο 2-3 μέρες στον καρπό μου.

Το ζύγισα στο χέρι μου.
Το κοίταξα.
Καταταλαιπωρημένο, αλλά πανέμοφο.

Αυτο το ρολόϊ ήταν η απαρχή μιας υπέροχης ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα και η αιτία μιας κατάρας, που δεν μπόρεσα να ξεπεράσω.

Το άφησα στο γραφείο μου.

Ετριψα τον καρπό μου.

Το ξανακοίταξα.

Οι δείκτες του συνέχιζαν το γύρω-γυρω 360μοίρες.

Πήρα ένα νόμισμα και του ξεκοίλιασα την μπαταρία.

Ανοιξατο συρτάρι μου και έψαξα για κανένα απομεινάρι της παλιάς συλλογής. Τίποτα... ήμουν έτοιμος να το κλείσω όταν παρατηρησα ότι στο βάθος μου χαμογελούσε ένα γαλαζωπό
λουράκι, κάτω από κάτι αποδείξεις.

Ενα ρολόι, που μου είχαν χαρίσει, από την εποχή της Ολυμπιάδας.
Το’χα ξεχάσει.
Του’βαλα την μπαταρία του μαύρου και το κούμπωσα στο χέρι μου.

Καλέ, πού πήγε το μαύρο ρολόϊ;
Εφαγα τον κόσμο να βρω το παλιό μου αγαπημένο ρολόϊ για να το βάλω στο συρτάρι.
Τζίφος.

Πουθενά, λες και άνοιξε η γη.

Ο χρόνος μου κάνει άσεμνες χειρονομίες.
Ο καινούργιος μου χρόνος τρέχει στο «καινούργιο» μου ρολόι με την μπαταρία του παλιού.
Ο Αλή (στο ρολόϊ της Λίλυς) με
κοιτάζει υπεροπτικά.

25.8.06

Η καριόλα (η ανασφάλεια ντε!)


Προσέξτε!
Αν έρθετε σπίτι μου, με την γιαγιά σας ετών 108, να είστε σίγουροι ότι θα την φλερτάρω.
Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι σε θηλυκή συσκευασία που να μην το φλερτάρω. Στης φίλης μου της Δέσποινας, που έχει ενα σωρό γάτες, πιάνω τον εαυτό μου να χαιδολογώ μόνο τις θηλυκές.
Οχι, βρε ... δεν είναι σεξουαλικό το θέμα.
Ετσι είμαι ... Και βέβαια τα κάθε είδους θηλυκά χαίρονται ιδιαιτέρως. Κάποιες απ’ αυτές τσιμπάνε κι όλας. Ανα 5ετία (το’χω μελετήσει στατιστικώς) ερωτεύομαι και εγώ μία.
Μιλάμε για την απόλυτη ευτυχία. Συνήθως περνάμε υπέροχα.
Μετα από κανένα χρονο αρχίζουν τα όργανα:
-Γιατί τις φλερτάριζες όλες σήμερα το βράδι;
-Οχι σήμερα το βράδι ... από τότε που σηκώθηκα από το μπουσουλητό.
-Να το κόψεις.
-Βεβαίως! Μόλις ξαναγυρίσω στο μπουσουλητό.

Οι φίλοι μου λένε ότι είμαι καλός "story teller". Mερικοί μάλιστα (όχι φίλοι μου) με έχουν πληρώσει (καλά να’ναι οι άνθρωποι) αδρά για να γράφω ή να λέω ιστορίες.
Το 120% των γυναικών που υπήρξαμε μαζί, με διάλεξαν (δηλαδή τίς άφησα να πιστεύουν ότι με διάλεξαν) γιατί τους έλεγα ιστορίες διαφορετικές από τους άλλους.
Το ίδιο ποσοστό των ίδιων γυναικών συνέχισαν να αγαπάνε να τους λέω ιστορίες, αλλά με μια μικρή διαφορα: Μόνο σ’ αυτές.

Ποτέ στη ζωή μου δεν υποσχέθηκα σε καμμία ηλιοθεραπεία, βουτιές από το πιο ψηλό βατήρα της πισίνας, κρόουλ μέχρι το απέναντι νησάκι ... Ποτέ όμως ... πιο αδιάφορο τύπο από μένα στην θάλασσα δεν μπορεί να έχετε συναντήσει.
Και όμως δεν αργεί η στιγμή που πρέπει να απολογούμαι επειδή δεν πάω ράφτινγκ στον Στρυμώνα ή ιστιοπλοϊα ανοικτής θαλάσσης.

Ποτέ! Ούτε μία φορά, δεν είπα σε γυναίκα μου: Τί θα μαγειρέψεις σήμερα … ή γιατί έχει λεκέ το τραπεζομάντηλο; Αηδίες.
Ακόμα και σε εποχές που δεν ήταν εύκολο να το αντέξω οικονομικά, έκανα τα αδύνατα δυνατά για να έρχεται μια φορά την εβδομάδα μια γυναίκα να καθαρίζει. Με τα λεφτά που έχω ξοδέψει σε εστιατόρια θα μπορούσα να έχω προσλάβει τον Αθήναιο να μας μαγειρεύει σπίτι.
Ε, θα το πιστέψετε;
Πάντα έχουμε γίνει κώλος με τις εκάστοτε αγαπημένες επειδή πρέπει να απαντήσω στο "δεν θα τα κάνω όλα μόνη μου σπίτι!". Σημειώστε ότι βοηθάω πάντα στο κουβάλημα πιάτων, ποτηριών κ.λ.π.

-Να αλλάξεις ρε μαλάκα!
-Συγγνώμη;
-Να αλλάξεις!
Αυτό μου λένε όλοι και ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τί εννοούν, άστε που όταν γεννήθηκα δεν μου καρφίτσωσαν στην σαλιάρα κάρτα αλλαγής.
Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι εύκολος άνθρωπος.
Μαύρο φίδι που σε έφαγε άμα δεν έχω τα κέφια μου ή αν μου χαλάσει κάποιος το χατήρι.
Σε μερικά πράγματα είμαι εξαιρετικός παπάρας.
Ομως!
Πάντα υπάρχει ένα γαμημένο όμως.
Δεν αλλάζω γιατί δεν είχα αλλάξει όταν σε γνωρισα.
Ετσι ήμουν πάντα και αυτο σου άρεσε.
- Αχ, τί ωραία που τα λες…
- Μ' αρέσει που προσέχεις τις γυναίκες.
- Μ' αρέσει που δεν σκέφτεσαι πολύ πριν αποφασίσεις και κάνεις τα πράγματα αυθόρμητα.
- Μ' αρέσει που έχεις ανατρεπτική σκέψη και το σπίτι σου είναι δημιουργικά πολύ ακατάστατο.
- Μ' αρέσει που είσαι αισιόδοξος ακόμα και εκεί που τα’χει παίξει η ελπίδα.
- Μ' αρέσει που γράφεις την καθημερινότητα στα παλιά σου τα παπούτσια.

Ετσι;
Ετσι!
Α, γιατί έρχεσαι όμως μετά από λίγο καιρό και ξαφνικά ενώ τρώμε σουβλάκια μου λες (στην αρχή) εξομολογητικά:
- Μωρό μου, αυτη η υπεραισιοδοξία σου και ο παρορμητισμός σου μου προκαλεί... ανασφάλεια.

Τις γνωρίζεις στα μαύρα τους .... μέσα στην απαισιοδοξία και την ζωή που δεν κυλάει ... ο γυναικείος πανικός στο φόρτε του …. τους κάνεις το πρόβλημα απλό ... τους ανοίγεις ένα παράθυρο composition doll μου, τους δίνεις και παίρνεις χαρά και τους μαθαίνεις ότι τίποτα στην ζωή (πλην της αρώστιας) δεν είναι δα και τόσο φοβερό ... Τους λες να μην γίνονται γρανάζια στη δουλειά τους ... τις βοηθάς να μην αφήνουν τα προβλήματα να μοιάζουν μεγαλύτερα από όσο πραγματικα είναι ... και ότι αύριο είναι μια άλλη μέρα.
Και όμως ...
Να' το πάλι το γαμημένο.
Δεν γίνεται να ζήσει χωρίς την ανασφάλεια της ανασφάλειας.
Λες και τις τραβάει σαν μαγνήτης.
Της δείχνεις τα άστρα και εκείνη ανησυχεί πότε θα διαλύσει την γη ενα άστρο που θα πέσει.

Δυο γυναίκες ερωτεύτηκα (δεν μιλώ για τις συζύγους μου) πολύ στη ζωή μου. Μιλάω για πάαααααααρα πολύ. Η μία είναι ανασφαλής, αλλά κυρία και η άλλη ανασφαλής, αλλά καριόλα.
Μπορώ κάλιστα να ζήσω και με καριόλες και με κυρίες.
Σε δύσκολες εποχές
Η κάθε μιά έχει τα ωραία της και τους κωδικούς της. Εχει τους δρόμους της.
Δυστυχώς (η ευτυχώς) -αγαπημένη μου doll- αδυνατούν να ζήσουν μαζί μου οι ανασφάλες.

Εχω (όχι πάντα) κερδίσει σε αναλογα αλώνια μουράτους, εξουσιαστές, τσόγλανους, μάγκες, κωλοπετσωμένες, τσουλάρες, απατεωνες, εξυπνους, χαζές και χαζούς, αταλαντους-πετυχημένους (αυτοί ήταν οι πιο δύσκολοι) έχω χάσει όμως όλες τις μάχες με τις ανασφάλες.
Θα με λάτρευαν αν δεν άδειαζα κάθε βράδυ δυο κουβάδες περίσσιας αισιοδοξίας στο μπάνιο. θα με είχαν Θεό αν τάιζα τις ανασφάλειες τους, δηλαδή αν γινόμουν κι εγώ ανασφαλής και έβλεπα μαύρο το αύριο.
Αυτο το καλοκαίρι ήταν το χειρότερο της ζωής μου.
Είχα να παλέψω με κάθε λογής συναισθήματα και αναποδιές.
Οσο και να φαίνεται περίεργο ή ζωή με προστάτεψε.
Σαν ένα μυστηριώδες χέρι να μου πήρε το πόδι από το γκάζι.
Εμεινα σπίτι. Βασικά στο γραφείο μου με την Μινού, τη γάτα μου, κάτω από την πατούσα να μου γουργουρίζει και να με έχει μόνιμα σε μια κουβέντα μαζί της.
Ηθελα να καθαρίσω.
Αλλά ήθελα και να κρατήσω παρέα στο ζώο. Σ’ αυτη τη ψυχούλα που δεν θα με εγκατέλειπε ακόμα και αν την τραβούσαν 10 πιτ μπουλ.
Της δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να φύγει. Πολλές φορές ξεχασα την πόρτα ανοικτή. Αλλα ζωα μου έφυγαν και δεν ξαναγυρισαν ποτέ. Η Μινού είναι εδώ. Κάθε μέρα από το ’89.
Ξέρει τα κυκλοθυμικά μου.
Ξέρει τις αναποδιές μου.
Ξέρει όμως ότι δεν θα την εγκατέλειπα ποτέ και για κανέναν λόγο.




2.8.06


To αφιερώνω στην ανώνυμη ... (γαμώτο, αμα συνηθίσεις στo mac, μετα δεν μπορείς να αλλάξεις ελληνικά – αγγλικά στο PC) ... τι λέγαμε;... α, ναι ... το αφιερώνω λοιπόν το σκίτσο στην ανώνυμη e-mail-ατζού, που με την μαλακία της, με έκανε να ξεχάσω το σοβαρό πρόβλημα και να ασχοληθώ με τις παπαριές.
Και αφού ξέχασα το πρόβλήμα., σημαίνει ο,τι δεν υπάρχει.
Koίτα, την πουτάνα την ζωή!

Το σκίτσο είναι από τα πολύ-αγαπημένα μου.
Ο πατέρας μου το’φτιαξε το 1989 και επειδή του άρεσε και εκείνου, το’βαλε σε κάδρο και το κρέμασε σπίτi.
Μ’αρέσει πολύ η απλή ιδέα, αλλά πιο πολύ μ’αρέσει, που έχει ένα σχεδιαστικό λάθος.
Κάντε δεξί κλικ πάνω του για να το δείτε σε μεγέθυνση.