23.2.06

Η πιό δύσκολη στιγμή

-Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ; με ρώτησαν κάποτε.
Έμεινα σκεφτικός, γιατί στις απλές ερωτήσεις, αντιστοιχούν (συνήθως) οι πιο δύσκολες απαντήσεις.
-Ηταν τότε που πέθανε ο πατέρας σου; ήρθε κολλητά η επόμενη ερώτηση.
-Όχι!
-Δεν ήταν;
-Ε, ήταν! Δηλαδή όχι ακριβώς!
-Τι εννοείς;
-Δεν ήταν η στιγμή που έμαθα ότι πέθανε. Πέθανε στον ύπνο του, ευτυχισμένος και σε μεγάλη σχετικά ηλικία.
-Ε, πες μου, τότε τι εννοείς;

Δεν είπα, γιατί δεν ήθελα να περιγράψω την σκηνή. Ετσι απλά: Δεν ήθελα! Εκείνη η σκηνή-στιγμή είναι δικιά μου και δεν ήθελα να την πω. Μου κόλλησε όμως να την γράψω. Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή.
Eχουν ήδη περάσει 8 χρόνια. (Δεν είμαι καλός με τις ημερομηνίες). Ηταν βράδι και δούλευα σε ένα περιοδικό. Κτύπησε το κινητό μου. Ηταν ο αδελφός μου.
-Πέθανε ο πατέρας.
Δεν ένιωσα τίποτα.
-Πότε;
-Πριν από λίγο. Μου τηλεφώνησαν από το Ιπποκράτειο.
-Η μάνα το ξέρει;
-Όχι! Πήγαινε να της το πεις. Εγώ πρέπει να πάω στο Νοσοκομείο να κανονίσω τα διαδικαστικά. Είσαι εντάξει;
-Εντάξει, είμαι.
-Θα πας;
-Θα πάω.
Μόλις μουΆχε δώσει το μπαλάκι.
Ο πατέρας μου είχε μπει για μια ακόμη φορά στο Νοσοκομείο. Είχε χρόνια προβλήματα με την καρδιά του. Είχα πάει το απόγευμα να τον δω. Ηταν μια χαρά. Του είχα πάει βιβλία και φεύγοντας έκανε κάτι που δεν συνήθιζε.
-Ελα εδώ.
Πήγα κοντά.
Απλωσε το χέρι του.
Του το έπιασα.
-Να προσέχεις.
-Και συ!
Τον φίλησα και τράβηξα το χέρι μου. Εχω την εντύπωση ότι κάτι μου έδωσε. Δεν τολμώ να σας πω τί.
Πήγα στο περιοδικό για δουλειά.
Αυτά θυμάμαι. Η αμέσως επόμενη θύμησή μου είναι να βρίσκομαι έξω από την εξώπορτα του πατρικού μου στην Καλλιθέα. Μια όμορφη μονοκατοικία, που υπάρχει ακόμα και ζει σΆ αυτην η μητέρα μου. Ηταν άνοιξη και οι μυρωδιές μού ήταν γνωστές. Νύχτα.
Όμως αυτά δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο. Απλώς αυτή τη στιγμή μου ξανάρθαν. Ζούσα τον εφιάλτη των εφιαλτών μου:
Επρεπε να το πώ στην μάνα μου. Σε εκείνη πουΆχε ζήσει μαζί του τρισευτυχισμένα σχεδόν 50 χρόνια. Πάντα φιλιόντουσαν στο στόμα και πάντα περπατούσαν χέρι-χέρι και ποτέ δεν είχαν κοιμηθεί χώρια.
Ο εφιάλτης μου δεν ήταν αν θα πεθάνει κάποιος από τους δυό τους ή το ποιος, αλλά πώς θα το έπαιρνε αυτός που θα έμενε πίσω.
Και ναΆμαι τώρα, βραδιάτικα. Μόνος έξω από την εξώπορτα. Είχα ζήσει πάνω από 20 χρόνια μόνος και η μοναξιά δεν με φόβισε ποτέ. Αντιθετως την είχα ερωτευθεί. Αυτή την φορά όμως με είχε στην γωνιά και κλώτσαγε βάναυσα και κάτω από την ζώνη.
Ανοιξα τον σύρτη της πόρτας που οδηγούσε στην κυρίως εξώπορτα. Ανέβηκα τα σκαλιά. Φρικτό σκοτάδι. Εβαλα το κλειδί στην πόρτα. Μέσα ήταν όλα σκοτεινά. ΤοΆχα σχεδιάσει. Θα πήγαινα στην κρεββατοκάμαρα της απαλά, θα της χάϊδευα την πλάτη και θα της το ψιθύριζα.
Ξεκλείδωσα.
Εκείνη την ημέρα όμως η τύχη δεν μαζί μου.
Η μάνα μου είχε βάλει την κλειδαριά ασφαλείας. ΤοΆξερα, αφού πάντα έτσι έκαναν, αλλά τοΆχα ξεχάσει.
Και τώρα;
Τα γιασεμιά της Καλλιθέας των παιδικών μου χρόνων γέμισαν την μύτη μου. Μα δεν υπήρχαν πια γιασεμιά.
Κτύπησα το κουδούνι.
Τίποτα.
Ξανακτύπησα. Και ξανά! και ξανά! μαλακά, για να μην τρομάξει.
Μετα από λίγο είδα από το ρομβοειδές παράθυρο ένα αχνό φως (της κρεββατοκάμαρας) να ανάβει στο βάθος. Όπως τότε που ήμουν πιτσιρικάς και είχα αργήσει να επιστρέψω έχοντας ξεχάσει τα κλειδιά μου.
Ερχόταν.
Σιγά-σιγά.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
Την άκουσα πίσω από την πόρτα.
-Ποιος είναι;
-Εγώ μαμά.
-Α, ναι αγαπούλα μου. Σου ανοίγω. Μισό λεπτό.
Κλατς! κλατς! κλατς!
Την είδα με το φως πίσω της.
Φορούσε το καλύτερο της χαμόγελο.
Την είχα συνηθίσει σε τέτοιες νυχτερινές επισκέψεις. Δεν ανησύχησε. Πάντα είχε αυτό το χαμόγελο.
-Ελα μέσα.
-Κοιμόσουν; την ρώτησα ηλιθίως.
-Όχι. Ελα!
Μπήκα.
Με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα φιλί.
Ηταν εντελώς ανυποψίαστη. Ο Θεός με τιμωρούσε για κάτι.
Εκανα δυο βήματα στο χολ.
-Ελα να κάτσουμε.
-Μάνα!

-Τι είναι;
Την πήρα αγκαλιά.
-Ο μπαμπάς
!
-Τι;
(Εχω περάσει έμφραγμα. Αστεία στιγμή στην ζωή μου. Αυτή εδώ ήταν η χειρότερη.)
-Ο μπαμπάς έφυγε!

Με κοίταξε, όπως με κοιτάει πάντα. Γλυκά.

(Ευχαριστώ το blog που μου έδωσε την ευκαιρία να το το βγάλω από μέσα μου! Την περίμενα την στιγμή.)


12 σχόλια:

herinna/ είπε...

Κι εμείς που μας άνοιξες την καρδιά σου.

manosantonaros είπε...

Herinna, κι εγώ σ' ευχαριστώ γλυκειά μου. Γι' αυτό άλλωστε είμαιστε εδώ. Για να ανοίγουμε τις καρδιές μας. Ή μήπως κατάλαβα λάθος;

manosantonaros είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
manosantonaros είπε...

ΔΗΜΗΤΡΑ, σου σκάω ένα φιλί. Μην φοβάσαι. Οι ιστορίες είναι πάντα διδακτικές. Ακόμα και οι scary. Ειδικά αυτές. Ματς-Μουτς!

hardrain είπε...

Όταν ζούσε η μακαρίτισα η γιαγιά Δέσποινα είχε μια δυο ρουτίνες που δεν τις παραβίαζε ο κόσμος να χαλάσει. Το πρωινό καφεδάκι με το τσιγαράκι μάρκας ''Ρήγας'' . Αλλά μια φορά τη βδομάδα, θα αγόραζε το Ρομάντσο. Όταν κάποια στιγμή θα το άφηνε, περίμενα στη γωνία για να το αρπάξω.Κοίταγα μόνο, την τελευταία με τα σκίτσα.

Του Αρχέλαου πάντα στην πάνω αριστερή γωνία δίπλα το ''ταίρι'' του ο Χριστοδούλου και του Πολενάκη ο Σπαγγοραμένος κάτω αριστερά -αν τα θυμάμαι καλά.

ο Αρχέλαος λοιπόν ,αληθινός κιμπάρης ναι...Σημείο αναφοράς για πολλούς από μας, ταυτισμένος με εικόνες, σπιτικές μυρουδιές, γειτονιές με λεμονιές και γιασεμιά και γείτονες που έλεγαν καλημέρα.


Νάσαι καλά ρε Μάνο.

Τον ακούς που γελάει;

---. είπε...

Θα πρέπει όμως να ειδοποιείς τους ταπεινούς αναγνώστες σου (που δεν σε διαβάζουν από ένα σκοτεινό δωμάτιο μόνοι), ότι τέτοιες εξομολογήσεις μπορεί να τους φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση. Μπροστά στους πελάτες μου έκανα ότι πνίγηκα από βήξιμο, για να δικαιολογήσω τα δάκρυα. Ακόμη κι έτσι όμως, σ΄ευχαριστώ.

:')

Marina είπε...

Δϋσκολη η στιγμή που αναγκάζεσαι να πονέσεις κάποιον. Πόσο μάλλον τη μαμά σου.

Στον τομεα αυτό τα μπλόγκς βοηθάνε. Τα ακουμπάς όλα εδώ και είσαι μετά ανάλαφρος. Ευτυχώς που υπάρχουν

manosantonaros είπε...

Constantina, θα σου οω κάτι που θα σε κάνει τουλάχιστον να χαμογελάσεις. Μπήκα στα blog γιατι ζήλεψα το ταλέντο σου.
Φιλιά.

herinna/ είπε...

Δεν κατάλαβες λάθος Μάνο. Με τρομάζει βέβαια όπως τον καθένα να σκέπτομαι το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Διαβαζοντάς σε, πήρα κουράγιο ν' αντιμετωπίσω αυτά που έρχονται. Γιατί δυστυχώς... Εμείς όμως θα βρίσκουμε πάντα τρόπους να μιλάμε ο ένας στον άλλον. Ν' ακουγόμαστε. Ν' ακούμε. Να μη νιώθουμε τόσο οδυνηρά μόνοι απέναντι στο άπειρο και το πεπρωμένο. Κι όταν τελικά μας συμβεί όπως συνέβη σε σένα, να έχουμε το κουράγιο να το βγάλουμε από μέσα μας, με τον τρόπο που το έκανες εσύ. Κοντός ψαλμός αλληλούια Μάνο. Θα δείξει.

Ανώνυμος είπε...

¶λλος ένας φανατίκλας αναγνώστης σου ενέσκυψε, φίλε...
Και, πάρ' το ως φιλοφρόνηση, καλύτερα είσαι εδώ, παρά στα περιοδικά, εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά.
Θα τα λέμε -έτσι κι αλλιώς ;)

Φιλί.

manosantonaros είπε...

Herinna χαίρομαι που ακούπμησες τους φόβους σου σε ένα μαξιλάρι.

manosantonaros είπε...

Sotiri, yo!