22.2.06

Piano bar


Ντρέπομαι που σας το λέω, αλλά είμαι της καταραμένης γενιάς του piano-bar. Ολες μου οι φίλες ?εκείνης της εποχής- ζούνε εκ νέου σήμερα την ιστορική αναβίωση του piano-bar. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν (;) πια piano-bar, δεν είναι παρά μόνο μια μικρή λεπτομέρεια. Για κείνες υπάρχουν. Ολες οι φίλες μου ?η συντριπτικότατη δηλαδή πλειοψηφία- είναι είτε διαζευγμένες, είτε χωρισμένες, είτε στα «χωρίσματα».
Οι φίλοι μου χωρισμενο-παντρεμένοι θέλουν να με συναντήσουν οπωσδήποτε και αμα λάχει «να τους φέρω και καμμιά γκομενίτσα» και οι φίλες μου οι χωρισμένες θέλουν οπωσδήποτε να τις πάω σε piano-bar. Λύσσα κακιά.
-Χρυσό μου, δεν υπάρχουν piano bar! προσπαθώ να τις μεταπείσω.
-Θέλω piano-bar!
Θηλειά! Δεν το λέω όμως... μόνο το σκέφτομαι! Και ανοίγω τους διάφορους οδηγούς να βρώ κανένα. Και ω του θαύματος... έχουν δίκιο οι φίλες μου! Υπάρχουν!
Δεν έχω χειρότερό μου από piano bar, γιατί δεν είναι ούτε piano ούτε bar. Ούτε τρως καλά, ούτε μπορείς να ακούσεις κάτι καινούργιο ούτε στο τραπέζι ούτε στην ατμόσφαιρα. Στα piano bar η μόδα έχει μείνει στις maxi φούστες και στα mini ένδιαφέροντα. Αφού τραγουδήσουμε όλοι μαζί Πλέσα, Χαρούλα, πολύ Γαλάνη και Σινάτρα και αμα έρθουμε στο κέφι: κανέναν Ελτον Τζον? αρχίζουν να μου λένε για τα παιδιά τους και όταν καταλάβουν ότι δεν θα συμφωνήσουμε στα περί διαπαιδαγώγησης, φτάνουν την κουβέντα στο επιθυμητό σημείο:
-Τώρα θα ζήσω τη ζωή μου! και σιγανοτραγουδάει το ρεφρέν της Αλέκας Κανελίδου.
Οι περισσότερες παντρεύτηκαν μεταξύ 20-24, σκέφτηκαν να χωρίσουν 3 χρόνια μετά, το αποφάσισαν 10 χρονιά αργότερα, αλλά το μετάνιωσαν τελευταία στιγμή στα 38-40... γύρω στα 42-43 τις άφησε ο προκομένος, όχι με αυτην που ταΆχε κρυφά την τελευταία 10ετία, αλλά με μια άλλη που τις ρίχνει 2 δεκαετίες. Αφού λοιπόν πέρασαν και 2 χρονάκια κουβεντιάζοντας, κλαίγοντας, βρίζοντας τις κόρες τους, υστερίζοντας και μιλώντας με τις ώρες στο τηλέφωνο.... αποφάσισαν να «ζήσουν τη ζωή τους!»... και το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στο μυαλό είναι το piano bar.
Παίρνουν (στη κυριολεξία) αγκαζέ κάποιον 55-60άρη, βάφουν το μαλλί Ελένη Μενεγάκη (οι φίλες μου όχι απαραιτήτως οι 55-66άρηδες!), φοράνε wonder bra, ντύνονται λατέρνες, φοράνε mules και ορμούν στα piano bar... για να ζήσουν τη ζωή τους. Γιατί; Γιατί απλούστατα τη ζωή τους την θυμούνται με νοσταλγία εκεί που την άφησαν πριν παντρευτούν: στα piano bar.
Τις ψήνω να μπούν στο Internet!!! Παθαίνουν υστερία μόνο και που το προφέρω το διαβολικό αυτό πράγμα. Τις θερμοπαρακαλώ να μην αρπάζουν από τα μούτρα οποιο αρσενικό κάτσει δίπλα τους... αλλά όλες τους δεν θέλουν άνδρα, αλλά σχέση. Πώς ο ανύπαντρος μέχρι τώρα κύριος (μήπως ζούσε με τη μαμά του;) με το στενό μπλέιζερ μπορεί να γίνει σχέση, ειλικρινά δυσκολεύομαι να το αντιληφθώ... το κακό είναι ότι θέλουν να κάνουν «σχέση» τους και τον κάθε 30άρη που ... δοκιμάσε την τύχη του, μαζί τους (με τις φίλες μου κι όχι ?απαραίτητα- με τον 55-60άρη!)
Αχ, να τις ακούσετε να μιλάνε αναμεταξύ τους οι φίλες μου, για την «σχέση» τους... και ταυτόχρονα να καίγονται να μάθουν τι κάνει ο (πρώην) σύζυγος...
Αφού λοιπόν (στο piano bar) έρθουν στο τσακίρ κέφι, το πρώτο πράγμα που τους συμβαίνει είναι: «Αχ, με στενεύει το σουτιέν! Ξέρεις τα τελευταία 3 χρόνια πρωτοφόρεσα καθημερινά σουτιέν!» (Κι εγώ προ 4ετίας φόρεσα γυιαλιά για διάβασμα.)
Μετά καθώς ο πιανίστας τραγουδάει Cat Stevens τις πιάνει αυτο που λέμε «το χαστούκι της εμπειρίας της ζωής!».
-Εγώ είμαι υπέρ της ελευθερίας!
(Και μένα μΆ αρέσει η Αρβανιτάκη!)
-Εγώ όταν δίνομαι...δίνομαι!
(Ωραία τα μπουρεκάκια! Η σαλάτα έχει ρόκα;)
-Θα πάμε κανένα βράδυ σε ντισκοτέκ;
(Πριν την μπουάτ ή μετά; Η Γκλόρια Γκέϊνορ ζεί;)
-Νομίζω ότι η κόρη μου καπνίζει χασίσι!
(....μην το πεις αυτο που σκέφτεσαι...... μπράβο!...)
-Θάθελα κι εγώ να δοκιμάσω!
(Μπουρεκάκια;)
-...αλλά πάλι φοβάμαι μην γίνω ναρκομανής! Θα το κουβεντιάσω την Πέμπτη «στην ομάδα»!
(Θεέ μου... κράτα το στόμα μου κλειστό! .... Μερσί Θεέ μου!)
Πολύ τις αγαπάω τις ήδη, τις άρτι και τις οσονούπω χωρισμένες φίλες μου. Είναι το ζωντανό παρελθόν μου... συχνά-πυκνά με κάνουν και νιώθω παιδί... κι αν μερικά βράδια μου τα περνάω στα piano bar μην με κλαίτε, ω συμπολεμιστές! ... εκεί τρώω τα καλύτερα μπουρεκάκια... Γιατί ως γνωστόν τα μπουρεκάκια των 80Άs δεν παίζονται με τιποτα!

1 σχόλιο:

hardrain είπε...

Σμολένσκυ; Νομίζω Σμολένσκυ ήταν ο δρόμος.

Το bar έφερε το τιμημένο όνομα του ποιητή Λοτρεαμόν. Την πρώτη φορά που πήγα, συνομιλούσαν ένα πιάνο ένα σαξόφωνο και ένα τσέλο σε μουσική δωματίου με jazz παραλλαγές-επιρροές από Lousier .

Τότε, έπινα μόνο Jack- είμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80 , αργότερα εγκατέλειψα τελείως κάθε είδους ουίσκι, πίνω μόνο κρασί. (πεθύμησα πολύ την Οινοπάθεια της Έφης και του Γκόγκι ... τι να κάνουν τα φιλαράκια μου;)

Ο τύπος που έπαιζε σαξόφωνο είχε πολύ χαρακτήρα στο παίξιμό του, το τσέλο συμπαθητικό, το πιάνο μόνο μου φάνηκε πως απλά διεκπεραίωνε τις νότες του.

Δεν ήταν piano bar, ήταν bar με πιάνο. Έχει διαφορά.

Με τον σαξοφωνίστα , αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε κλεφτές ματιές που ξεκίνησαν από τον θόρυβο που έκανε εγώ, χτυπώντας ένα κουταλάκι σε contra tempo πάνω στο ξύλο του τραπεζιού.

Γύρω μας, μακριές φούστες, αμυγδαλωτά μάτια, συγκρατημένα χαμόγελα ερχόμενα κατευθείαν από την επικράτεια του υπονοούμενου, νύξεις.

Όταν τελείωσε το τρίο, με τον σαξοφωνίστα ΄πιάσαμε κουβέντα. Βιαστικά ήπια δυο ακόμα Jack για ζέσταμα και στρογγυλοκάθισα στο πιάνο. Πρώτη συγχορδία, ντο μινόρε, η αγαπημένη μου για αρχή σε jazz αυτοσχεδιασμούς .

Ο σαξοφωνίστας, με έψαξε λίγο, έκανε τους υπαινιγμούς του, απάντησα με τους δικούς μας, βρήκαμε τους δρόμους μας , αρχίσαμε. Θα ήταν 11 και 30. Αφεθήκαμε σε έναν ξέφρενο αυτοσχεδιασμό στον οποίο τα πάντα έγινα μουσικά όργανα.

¶φηνε το σαξόφωνο και έκανε ρυθμικούς θορύβους με το στόμα.

Κατέβασα το σκέπασμα του πιάνου και έπαιζα με το ένα χέρι τα πλήκτρα και το άλλο της χορδές του πιάνου, σα να είναι άρπα.

Όταν τελειώσαμε, μούσκεμα στον ιδρώτα δεν είχε κουνηθεί φύλλο , δεν είχε φύγει κανείς. Ήταν 4 και 30 το πρωί περίπου. Λίγο πιο κάτω, η ταβέρνα ¶μα Λάχει (υπάρχει ακόμα;) είχε καταπληκτικές χορτόσουπες για το ξενύχτι. Ο Εμμανουήλ , ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ένας απίθανος τύπος ντυμένος πάντα σαν δανδής του 1920 ενθουσιασμένος. Θα έρχεστε παιδιά κάθε Παρασκευή; Θα ερχόμαστε. Αμοιβή, τα ποτά μας. Ναι; Ναι.

Έτσι, για τα επόμενα δυο χρόνια σχεδόν κάθε Παρασκευή, ήμουν εκεί, με τον Δημήτρη τον Καμαρωτό τον σαξοφωνίστα, αργότερα μαθητή του Ιάννη Ξενάκη και πολύ καλό συνθέτη της σύγχρονης λόγιας μουσικής.

Α Μάνο, σχεδόν με κάθε σου δημοσίευμα, πυροδοτείς τη μνήμη μου.

Δόξα στους Θεούς, έχω μαζέψει και ζήσει τόσα που θέλω βοήθεια για να τα θυμηθώ.

Σα να καταχράστηκα το χώρο σου με όλο αυτό ε;

Εσύ μιλάς για piano bar και εγώ για bar με πιάνο.

Α! Και πάμπολλα υπονοούμενα που κάθε τόσο γίνονταν εννοούμενα.