![](http://photos1.blogger.com/blogger/3350/11/400/old_driver.jpg)
Έβαλα την ζώνη ασφαλείας μου και ήμουν έτοιμος για το ράλι. Δεν θα είχα κάνει ούτε 20 μέτρα, όταν το προπορευόμενο αυτοκίνητο, ένα ΟΡΕL της δεκαετίας του Ά70, σταμάτησε μπροστά μου.
Πάτησα το φρένο εκνευρισμένος.
Δεν κορνάρουμε, γιατί είμαστε πολιτισμένοι. Ετσι δεν είναι;
-Hρέμησε Μάνο! Θα ξεκινήσει. Σκέφτηκα.
Λάθος σκέψη.
Από το σταματημένο αυτοκίνητο βγήκε ?από την θέση του συνοδηγού- μια γιαγιά ... ολίγον ψωμωμένη, αλλά γιαγιά.
Αυτό παίρνει ώρα.
-Ηρέμησε Μάνο.
Με την βοήθεια του Θεού βγήκε η γιαγιά. Μόλις βγήκε ήταν η σειρά του οδηγού να βγεί.
Ο άνδρας της.
Ένας παππούς γύρω στα 80.
-Μα γιατί δεν ξεκινάει; σκέφτηκα.
Δεν ξεκινούσε γιατί έπρεπε να αδειάσει το πορτμπαγκάζ.
-Όχι, Θεέ μου.
Προφανώς είχαν πάει για ψώνια σε κάποιο super market. Το πορτ-μπαγκάζ ήταν τίγκα στις σακούλες, σε μπουκάλια εμφυαλωμένο νερό, σε κουτιά.
Η γιαγιά προσπάθησε να βοηθήσει.
-Κάτσε εσύ εκεί! της είπε ο παππούς και άρπαξε δυο τσάντες με τρόφιμα, τις άφησε στο πεζοδρόμιο, μετά άλλες δυο. Η γιαγιά έκανε να βοηθήσει...
-Κάτσε εκεί σου είπα Ελένη! της είπε ο παππούς. «Θα τα μεταφέρω εγώ.»
Το πόδι μου απομακρύνθηκε από το γκάζι....
-Ηρέμεισε! μου είπε το μέσα μου. δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν στην πόλη-τέρας.
Μην κορνάρεις Μάνο!
Μπράβο αγόρι μου!
Ο παππούς συνέχισε να κουβαλά σακούλες και βαριά κιβώτια με νερό. Κάποια ευλογημένη στιγμή τέλειωσε.
-Θα ξεκινήσει! σκέφτηκα.
Πάλι λάθος ιδέα.
Ο παππούς έπρεπε να ξαποστάσει. Φυσικό ήταν.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου, που έκανε το ίδιο, και πόσο πολύ βιαζόταν για να μην κάνει τους άλλους να περιμένουν, αλλά πολύ γρήγορα λαχάνιαζε και ήθελε το ένα λεπτουδάκι του για να ξαποστάσει, όπως ακριβώς ο παπούς μπροστά μου!
-Αντε πήγαινε, παιδάκι μου! του είπε η γυναίκα του...
-Πάω! Ασε να πάρω μια ανάσα !
Πήγε σιγά-σιγά στην θέση του οδηγού ...
Γύρισε και με κοίταξε με απολογητικό βλέμμα.
Του έκανα νόημα!
-Δεν πειράζει! Δεν βιάζομαι!
Το παλιό OPEL ξεκίνησε αγκομαχώντας. Η γιαγιά έμεινε να φυλάει τα ψώνια, περνώντας μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα κι εγώ.
Κοίταξα το ρολόι μου.
Αποκλειόταν να είμαι στην ώρα μου.
Ε, και;