Eίμαστε, η Μαρία, οι δυό Δέσποινες, οι δυο Γιώτες, ο Τζούλιους, ο Κανέλος κι εγώ. Είμαστε εκεί για να περάσουμε καλά. Μπαίνουμε στου φίλου μας του Μπάρνει, το κονάκι.
Πιάνουμε το κεντρικό τραπέζι, αυτό που βλέπει έξω.
Οι γύρω μας είναι ήσυχοι και χαλαροί.
Εμείς είμαστε ανήσυχοι και στην τσίτα, και θέλουμε να γίνουμε και μείς ήσυχοι και χαλαροί. Παίρνουμε τον κατάλογο και τα παραγγέλνουμε όλα, εκτός από τα κουβέρ που έρχονται από μόνα τους. Τα τρώμε και τα πίνουμε όλα... όλα, όλα όμως.Δεν μιλάμε...μόνο ανάμεσα στα γέλια βάζουμε λέξεις-κλειδιά παλιών πασίγνωστων κοινών ιστοριών.
Εξω ο καιρός είναι υπέροχος. Λιακάδα. Και να χιόνιζε, εμείς υπέροχο θα τον βρίσκαμε.
Μας κοιτάνε σαν εξωγήινους, αλλά εμείς δεν δίνουμε απολύτως καμμιά σημασία. Το μόνο που μας νιάζει και μετράει είναι ότι είμαστε όλοι εκεί. Ολοι με αυτόν ή αυτην που θέλουμε. Και δεν φτάνει αυτό: είμαστε και αναμεταξύ μας φίλοι με δοκιμασμένη φιλία. Καρα-σπάνιος συνδυασμός.
Ο Μπάρνει έχει τέτοια κατανάλωση, που μέχρι θα μας χόρευε (άν ήξερε) Ικαριώτικο πάνω στο τραπέζι.
Μετα πήγαμε όλοι στην όχθη και κάτσαμε σε ένα παγκάκι δίπλα στο άγαλμα του ευργέτη της πόλης.
Ενα μικρό μπρούτζινο αγαλματάκι γύρω στο 1.30...
Οι περαστικοί το κοιτούσαν με σεβασμό.
Δεν είχα ιδέα ποιός ήταν, αλλά μου φαινόταν αντιπαθητικός.
Φεύγοντας του’χωσα στη ζούλα μια καρπαζιά στο σβέρκο. Δεν μπορεί... για να τον έχουν άγαλμα όλο και κάποια λαμογιά θα’χε κάνει.
Ξαναβρεθήκαμε όλοι μας προχθές το βράδι.
Και κατουρηθήκαμε στα γέλια.
Ξαφνικά κατα τη μία μου τηλεφωνεί η θεία Βάσω.
-Δεν μου λες παιδί μου, μέχρι κάποια στιγμή δεν ήσουν με την μητέρα σου;
-Ναι, την πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητο και την άφησα σπίτι κατα τις 10.30.
-Ε, ούτε μου τηλέφωνησε..και τόση ώρα που την παίρνω δεν απαντά. Δεν απαντά ούτε η κοπέλα που μένει μαζί της... Μην ανησυχείς όμως... θα κοιμούνται...
-Οταν λες Βασούλα, να μην ανησυχώ...τί εννοείς; Στο’χει ξανακάνει η αδελφή σου;
-Ποτέ!
-Πάω σπίτι να δω τί γίνεται...
-Περίμενε να προσπαθήσω να βρω το κινητό της κοπέλας... και θα σε ξαναπάρω.
Εξατμίστηκαν ο Μπάρνι, το άγαλμα , η καρμπαζιά, η χαρά, η ανάμνηση....
Κόμπος στο στομάχι. Το ίδιο και οι φίλοι μου... Η διασκέδαση λές και έγινε ταινία, που κόπηκε... σαν mpeg που κόλλησε...
Ησυχία. Ολοι με κοιτούν....
Ενα λεπτό....τρία.... κτυπάει το κινητό μου...
Η μάνα μου... μέσα στην καλή χαρά.
-Ελα Μάνο μου, μωρέ ξάπλωσα λίγο στην μπερζέρα και με πήρε ο ύπνος...
Η αγωνία, έχει γίνει θυμός μαγειρέμενος με ανακούφιση....Γκρρρρρρ....
Ο Κανέλος μου ρίχνει μισή ματιά. «Εντάξει!»
-Καλά έκανες μάνα. Καληνύχτα....
Ουφ!
Η ταινία ξεκόλλησε αμέσως...
Εκείνο το πρωί στου Μπάρνει, που λέτε.....
4 σχόλια:
Ή αλλιώς "πώς να χάσετε 10 χρόνια από τη ζωή σας μέσα σε 3 λεπτά"... Η μάνα του πατέρα μου μας το κάνει αυτό συνέχεια. Δεν βλέπει καλά και αφήνει μονίμως το τηλέφωνο ανοιχτό. Την καλούμε... "τουτ τουτ τουτ" το τηλέφωνο, σάλτο εμείς μέσα στο αυτοκίνητο και φτάνοντας στο σπίτι της πια μας ανοίγει η γιαγιά με ένα χαμόγελο ναααα ρωτώντας "τι έγινε ρε παιδιά; όλα καλά;".
Για πες λοιπόν, εκείνο το πρωί στου Μπάρνεϊ...
".. Μέχρι τα ουράνια σώματα /με πομπούς και με κεραίες /φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα /κι ιστορία οι παρέες
O ουρανός είναι φωτιές /ανεμομαζώματα /σπίθες και κυκλώματα βρε /και παρέες λαμπερές /το καθρεφτισμά τους στις ακρογιαλιές
Να μας έχει ο Θεός γερούς /πάντα ν' ανταμώνουμε /και να ξεφαντώνουμε
Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα /να πυκνώνει ο δεσμός μας /και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές /με το ροκ του μέλλοντός μας.."
Μόλις είπες η θεία Βάσω, λέω ωχ, ο ξάδελφος είναι. Βάσω λέγανε και την αδελφή της μαμάς μου. Τα γερόντια μας δεν βάζουν στο νου ότι ανησυχούμε. Έχουν μάθει να ανησυχούν αυτοί για μας και δεν συνειδητοποιούν ότι οι όροι άλλαξαν. Κι εγώ που τους τηλεφωνούσα προχτές στο νησί, τα ίδια μου έκαναν και οι δυο. Και νόμιζα πως κάτι έπαθε ο ένας και τον έτρεχε ο άλλος. Άστα να παν Μάνο, σφίγγουν τα πράγματα.
Ενόμισα για μια στιγμή
τη κλείσαν στη φυλάκα,
που πήγες και εσβούριξες
στον ευεργέτη φάπα.
Γίνε λίγο προσεκτικός
σα βγαίνεις στις πλατείες,
δεν είναι βλέπεις εποχές
να κάνεις μαλακίες.
Δημοσίευση σχολίου