









Λέω στους συναδέλφους μου στις εφημερίδες και (βασικά) τις τηλεόρασεις ότι το παιγνιδάκι τους τέλειωσε και αν δεν τέλειωσε, τελειώνει.
έχουν έναν δικό τους χώρο για να κάνουν Ο,ΤΙ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΝ.
Τελικά ερωτεύεται μια κοπέλα. Την διώχνει γιατί κουβαλάει τον διάβολο μέσα του. Τελικά τα εγκαταλείπει όλα και τρέχει να την συναντήσει.
που υποθέτω ότι και βαλσαμωμένο θα το παίρναμε... Το βάλαμε σε μια μια σακκούλα και μετά το θυμάμαι ξαπλωμένο στο σαλόνι μας... Θυμάμαι επίσης την μάνα μου να γκρινιάζει ότι μαδάει. Δεν το συμπάθησα ποτέ αυτο το ελάφι.... Και μετα το 'χασα. Υποθέτω ότι η ελληνική γκρίνια επικράτησε την αυστριακής ανάμνησης.
-Ποιά τρύπα;
Βασικά τους ξεχωρίζω (φυσικά από το έργο τους), αλλά και από τον χαρακτήρα τους. Εκείνοι που είναι σίγουροι για το ταλέντο τους είναι ήρεμοι, χαμογελαστοί, γενναιόδωροι, καταδεκτικοί και χαμηλών τόνων. Οι υπόλοιποι είναι εντελώς το ανάποδο. Όταν γνώρισα τον Κώστα Λακαφώση αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το smooth της ματιάς του. Το αμέσως επόμενο ήταν ότι αυτή η ματιά ήταν παντού. Παντού όμως.
Με ξετρελλαίνουν οι άνθρωποι που ξέρουν πολλά πράγματα. Όχι, εκείνοι που μιλούν για πολλά πράγματα (που δεν ξέρουν).
Το περιβάλλον είναι σκοτεινό και το μόνο που φωτίζει είναι ένα μικρό πορτατίφ. Όταν δεν κάθεται μπροστά στο computer, βρίσκεται σε έναν άλλον πάγκο όπου επιδιορθώνει κάθε λογής μηχάνημα.
100 καρέ, εκ των οποίων τα 3 είναι καλά, δεν λέει τίποτα.
Τους βγάζει έναν εαυτό, που προς στιγμή νομίζεις, ότι είναι μια ιδιαίτερη στιγμή, η οποία μπορεί και να μην τους χαρακτηρίζει. Όταν όμως συναντήσεις το μοντέλο του, τότε αμέσως θυμάσαι το καρέ που απαθανάτισε ο Κώστας.



Είναι και επειδή δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε τα βράδια ή επειδή κάνουν τα παιδιά μας (δεν έχω παιδιά, αλλά εσείς που έχετε, πώς διάολο το επιτρέπετε;) να κοιμούνται τον Ύπνο του Δικαίου.
"θεατράκι" της πεντάρας και που διάβαζε τις αηδίες που έλεγε από χαρτάκι που κρεμότανε από τα αρχίδια (στην κυριολεξία) του Πέτρου Φιλιππίδη; Και συ Πέτρο μου, που θεωρείσαι ο νέος Aυλωνίτης (μην χέσω), τί έκανες εκεί; Τί απαράδεκτες ατακούλες ήταν αυτές πού έλεγες; Kαι στο φινάλε δεν ντρέπεσαι να κάνεις διαλέξεις περί σοβαρού θεάτρου, με εκείνο το ύφος του Χορν σε απόγνωση...
υ τα λαϊκά περιοδικά. Επειδή πιστεύω στην λαϊκή δημοσιογραφία. Επειδή δεν είμαι ελιτίστας... αλλά αδελφια έχει κι όριο το πράγμα.
Ρε συ Costantina καλά τα λες, αλλά για τσίριξε λιγάκι. Για ταρακούνησε τον λαό σου.

Είναι απίστευτα πλάσματα οι γυναίκες. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς πολύ εύκολα σε ένα ρεβεγιόν.
Προσέξτε σκηνή: Κρύο του κερατά και μάλιστα φυσάει, έχει βρέξει προ μιας ώρας και η γυναίκα είναι εφοδιασμένη: Γόβα ψιλοτάκουνη, εξώπλατο, κρατά τσάντα, είναι βαμμένη προσεκτικά, ακόμα πιο προσεκτικά χτενισμένη και από πάνω απο όλα αυτά παλτό, που βέβαια μπάζει απο παντού...
Οποιονδήποτε άνδρα ?από κομμάντος μέχρι ακροβάτη- του πείς: «Πάρε τον ανάλογο εξοπλισμό, κατέβα γλυστερό πλακάκι πεζοδρόμίου, διέσχισε κήπο με πλάκες σε γκαζόν και φτάσε στο ρετιρέ χωρίς ναΆχει χαλάσει η εξωτερική σου εμφάνιση και χωρίς να σε κρατάνε πέντε...» θα δηλώσει παραίτηση και θα φύγει...
Κι όμως οι γυναίκες από ηλικίας 15 ετών μέχρι 185 μπορούν κάλλιστα και το κάνουν σε κάθε ρεβεγιόν ή ανάλογη περίσταση... Της ανάβεις καλά το καλοριφέρ στο αυτοκίνητο προφανώς για να πάρει ζέστη, σαν θερμοσυσσωρευτής. Δεν λες τίποτε, παρα μόνο προσεύχεσαι να μην χρειαστεί να πατήσεις φρένο, καθώς βάφει χείλια ή το χειρότερο μάτια, καθΆ οδόν... Μπορεί κανείς να μου πεί κανείς πως είναι δυνατόν να βάψει κανείς το εσωτερικό του κάτω τσινόρού του, μέσα σε ένα αυτοκίνητο, που τρέχει βραδιάτικα τουλάχιστον με 60χιλιόμετρα στους ελληνικούς δρόμους...
Κι όμως!
Αφού λοιπόν συσωρεύσει ζέστη, αρχίζει η προετοιμάσια για την έξοδο... Μόλις παρκάρεις, αρπάζει τσάντα, βγάζει πόδι με γόβα τουλάχιστον 10 πόντους, το στηρίζει στα ακροδάκτυλα και (αγνοώ πώς) πετάγεται έξω... και αμέσως αρχίζει να γκρινιάζει: «Ελα, γρήγορα, κάνει παγωνιά...έλα...ελα σου λέω...»
Ερχεσαι... τί να κάνεις; Τώρα αρχίζει το δύσκολο: το κατηφορικό και γλυστερό πεζοδρόμιο. Σου χώνει τα βαμμένα νύχια μέσα από το
παλτό, μέσα απο το σακάκι, μέσα από το πουκάμισο, μέσα από το δέρμα, σου διαπερνά την ωλένη και φτάνει στην κερκίδα... αυτη η λαβή, ονομάζεται και αγκαζέ... Τώρα είναι σίγουρη.. Και αρχίζει η κατάβαση. Ας μου εξηγήσει πάλι κάποιος, πως μπορεί κανείς να κατεβαίνει κάτι που γλυστράει φρενάροντας όλο του το βάρος στις ακρες των φρεσκοβαμμένων δακτύλων; Προχωράει και βρίζει... κάνει ένα απίστευτο σλάλομ, (μη ξεχνιόμαστε πάνω στη γόβα) στις πλάκες του κήπου και χώνεται με ένα άλμα στην είσοδο...
-Ελα ντέ, θα αργήσουμε! σου λέει... τότε συνειδητοποιείς τι θείο πλάσμα είναι αυτό το ον, που κατόρθωσε να φτάσει πρώτο χωρίς να χάσει τίποτε απο τη χάρη του, το μακιγιάζ του, το τζέλ του, το κραγιόν, την τσάντα τα αβγά και τα πασχάλια...
Είναι ένα θαύμα της φύσης...
Ολο το βράδυ στέκεται πάνω στη γόβα... Δηλαδή πάνω στο νύχι...που φρενάρει γερά στο τέλος της γόβας, εν είναι τυχερή και δεν είναι σανδάλι, όπου αδυνατώ να σας πω που στηρίζεται...
ΠαρΆ όλα αυτά χορεύει, φλερτάρει, τρώει.. την περισσότερη ώρα στα όρθια...
Δεν κρυώνει, δεν πουντιάζει, δεν διαμαρτύρεται (πολύ)... και όλα αυτά για να βγάλει μέσα στο ψοχόκρυο, τουλάχιστον τους ώμους της σε κοινή θέα...
Σπίτι μπορεί να φοράει από τον Σεπτέμβρη φόρμες, πουλόβερ, πατατουκες... αλλά στο ρεβεγιόν ή στο πάρτι της κολλητής της ακόμα κι αν χιονίζει, θα βγεί με μια τουαλέτα, λες και πάει στο πάρτυ στο Μαρόκο Ιούλιο μήνα...
Μερικές φορές αναρωτιόμαστε εμείς οι άνδρες πως τα καταφέρνουν οι γυναίκες και ισορροπούν τόσο λεπτές καταστάσεις στη ζωή... σιγα το πράγμα... εδώ κατορθώνουν και ισορροπούν στη γόβα... στη καθημερινότητα θα κωλώσουν;
Kαθίσαμε στο μπαλκονάκι με την φίλη μου την Αντιγόνη και λέγαμε μια θεία της μάνας της ζάμπλουτη, που όταν πέθανε άφησε όλη την περιουσία της σε Γηροκομεία και Εκκλησία.